- χαλκεύς
- -έως, ο, ΝΜΑ, και χαρκεύς Α(λόγ. τ.)1. χαλκουργός, χαλκιάς2. (γενικά) σιδηρουργός, σιδεράς («καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου», ΠΔ)νεοελλ.ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους ποτάμιων ιχθύωναρχ.1. τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα, όπως ο χρυσοχόος2. είδος θαλάσσιου ψαριού με μαύρα στίγματα στα νώτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -εύς*. Ο τ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή KaKeu. Η λ. χαλκεύς δηλώνει επίσης και ένα είδος ιχθύος το οποίο ονομάστηκε έτσι λόγω τού χρώματός του].
Dictionary of Greek. 2013.